- στενοχωρώ
- στενοχωρῶ, -έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος]1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη συμπεριφορά του»)2. μέσ. στενοχωρούμαι, -έομαι α) θλίβομαι, λυπάμαιβ) δυσανασχετώ, δυσφορώνεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στενοχωρημένος, -η, -ομτφ. αυτός που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που αντιμετωπίζει δυσκολίες και ιδίως οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι φέτος»)αρχ.1. έχω έλλειψη χώρου, δεν έχω ευρυχωρία2. (μτβ.) συνωστίζω, στρυμώχνω, στοιβάζω («στενοχωρεῑς τὰς πύλας», Χαρίτ.)3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία, δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῑ ὁ λόγος», Ιπποκρ.)4. μέσ. περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).
Dictionary of Greek. 2013.